- υπηρέτηση
- ητο σύνολο των εργασιών που εκτελούν οι στρατιώτες οι οποίοι χειρίζονται πυροβόλο, όλμο, πολυβόλο, οπλοπολυβόλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπηρέτηση — η / ὑπηρέτησις, ήσεως, ΝΑ [ὑπηρετῶ] το σύνολο τών εργασιών τού υπηρέτη, η δουλειά τού υπηρέτη νεοελλ. στρ. το σύνολο τών εργασιών που εκτελούν οι χειριζόμενοι ένα πυροβόλο ή πολυβόλο άνδρες … Dictionary of Greek
ὑπηρετήσῃ — ὑπηρετήσηι , ὑπηρέτησις service fem dat sg (epic) ὑπηρετέω do service on board ship aor subj mid 2nd sg ὑπηρετέω do service on board ship aor subj act 3rd sg ὑπηρετέω do service on board ship fut ind mid 2nd sg ὑ̱πηρετήσῃ , ὑπηρετέω do service on … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)